ἀγριοχοίρους

ἀγριοχοίρους
ἀγριόχοιρος
wild swine
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπροφάγος — καπροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει κάπρους, αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • καπροφόνος — καπροφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • συαγρευτής — ὁ, Μ αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + αγρευτής (< «ἀγρεύω, κυνηγώ»)] …   Dictionary of Greek

  • συοκτόνος — ον, ΜΑ αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο κτόνος, χοιρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • συοφόνος — ον, Α αυτός που φονεύει αγριόχοιρους («συοφόνος λόγχη», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόνος (< φόνος), πρβλ. θηρο φόνος, ταυρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] …   Dictionary of Greek

  • τατουάζ — (tatouage, και συχνά ελληνικά δερματοστιξία). Η συνήθεια να χαράζουν επάνω στο δέρμα διάφορα σχέδια. Η λέξη τ., που έγινε διεθνής, κατάγεται από λέξη της παλαιάς γλώσσας της Ταϊτής, όπου η συνήθεια ονομαζόταν τατάου. Ανάλογα με το χρώμα του… …   Dictionary of Greek

  • αιματοπινίδες — Έντομα ημίπτερα του γένους των ψειρών. Πρόκειται για παράσιτα, των οποίων τα τσιμπήματα προκαλούν έντονη φαγούρα. Τα έντομα αυτά έχουν ρύγχος μεγάλο και γαμψό με το οποίο τρυπούν το δέρμα του θύματός τους, ενώ με την προβοσκίδα τους ρουφούν το… …   Dictionary of Greek

  • Λαφριαίον — Ονομασία κατά την αρχαιότητα λόφου που βρισκόταν κοντά στην πόλη της Καλυδώνας. Επάνω στον λόφο αυτόν βρισκόταν το ιερό της Λαφρίας Αρτέμιδος. Το δυτικό μέρος του προστατευόταν από αναλημματικό τοίχο ύψους 9 μ. και μήκους 29 μ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”